- συλλαβάριο
- το, Νγλωσσ.1. το σύνολο τών γραπτών συμβόλων σε ορισμένες γλώσσες, καθένα από τα οποία παριστάνει μια συλλαβή και όχι χωριστό φθόγγο2. φρ. «κυπριακό συλλαβάριο» — βλ. κυπριακός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυπριακός — ή, ό (Α κυπριακός, ή, όν) [Κύπριος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο (α. «κυπριακό ζήτημα» β. «κυπριακός πολιτισμός» γ. «παρασκευάζετο τὰς δυνάμεις εἰς τὸν κυπριακὸν πόλεμον», Διόδ.) 2. αυτός που προέρχεται από την Κύπρο («κυπριακὰ… … Dictionary of Greek